1 δαίω
• Morfología: [v. med. pres. subj. δάηται Il.20.316; aor. ἔδευσε prob. por ἔδ<α>υσε IMEG 62.6 (III a.C.), lacon. v. pas. subj. δαβῇ (por δαϜῇ) Hsch., part. δαισθείς E.Heracl.914; v. pas. perf. part. δεδαυμένος Semon.31, Call.Epigr.49.3; plusperf. δεδήει Il.12.466]


I intr., gener. en v. med. pas.

1 arder en llamas ὁπότ' ἂν Τροίη μαλερῷ πυρὶ πᾶσα δάηται καιομένη Il.20.316, 21.375, οὐχ ἵκετο καπνὸς αἰθέρα δαιομένας εὐρυχόρου Τεγέας Simon.122D., ἁ δέ σε γειναμένα πυρὶ δαίεται E.Tr.825, c. ac. rel. πυρὸς ... φλογὶ σῶμα δαισθείς E.Heracl.914
c. πῦρ, φλόξ, etc. como suj., arder, flamear, llamear ἀκάματον πῦρ ὑπὲρ κεφαλῆς ... δαιόμενον Il.18.226, δαιόμενον ... σέλας Il.8.75, λάμπετο φλὸξ ... πυρὸς μέγα δαιομένοιο h.Merc.114, σεμνῶν ὀργίων ἐδαίετο φλόξ S.Tr.765, πυρὰ κατ' ἀντίπρῳρα ναυστάθμων δαίεται E.Rh.136, λύχνου δαιομένου Call.Fr.269, cf. Theoc.24.52, (φλόξ) δαιομένα AP 7.399 (Antiphil.), δαιόμενον πῦρ Opp.C.4.132, πυρὸς μένος ... δαίετο Q.S.6.170
de la rama de laurel utilizada en la depilación ἡ δέ με Φοίβου τείρει νύμφα φίλη ... δαιομένη AP 14.43
fig., del resplandor casi sobrenatural de los cuerpos y armas de los guerreros δαῖέ οἱ ἐκ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἀκάματον πῦρ Il.5.4, cf. 7, en un escudo τὰ δ' ἐδαίετο θαυματὰ ἔργα Hes.Sc.165.

2 fig. de pers. arder de pasión, brillar πυρὶ δ' ὄσσε δεδήει Il.12.466, ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται Od.6.132, ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆϊ ... δαίεται ἦτορ pero a mi se me inflama el corazón pensando en Odiseo, Od.1.48, de Dioniso ὃς μετὰ μαινάσιν ὄμμασι δαίεται Ar.Lys.1284, ἐν ἔρωτι δεδαυμένων Call.Epigr.49
c. gen. δαιόμενος Νύμφης enamorado de la Ninfa Opp.C.2.118, de animales ὣς ὁ περιτρομέων ἀλόχοις μέγα δαίεται ἦτορ Opp.H.4.202
consumirse, estar destrozado por el dolor ἡ δ' ἔνδοθι δαιομένη περ σῖγα μάλα κλαίει A.R.3.661.

3 perf. act. c. suj., personif. o no, de actividades humanas, de sign. neg. propagarse, extenderse como el fuego Ὄσσα δεδήει se propaga el Rumor como el fuego, Il.2.93, νῦν ἄγχιστα μάχη πόλεμός τε δέδηε Il.20.18, cf. 12.35, πάντῃ γάρ σε περὶ στέφανος πολέμοιο δέδηε Il.13.736, οἰμωγὴ δὲ δέδηε Od.20.353, Ὅμαδός τε Φόνος τ' Ἀνδροκτασίη τε δεδήει Hes.Sc.155, αἰεὶ δέ σφιν ἐνὶ φρεσὶ φῦζα δέδηε Opp.H.4.471
c. sign. posit. resplandecer φιλοφροσύνη τε δεδήει Emp.B 130.

II tr.

1 c. ac. int. πῦρ, φλόγα, etc. prender, encender, inflamar πῦρ δὲ Μενοιτιάδης δαῖεν μέγα Il.9.211, ἐκ δ' αὐτοῦ δαῖε φλόγα παμφανόωσαν Il.18.206, δαῖε δέ οἱ πῦρ γρηΰς Od.7.7, ἢ πῦρ καὶ φῶς ... δαίων A.Ch.864, δαίων φλόγα A.A.496, πυρὸς σέλας ὃ ... ἥρωες ... ἔδαιον A.R.4.69, δαίουσα λαμπτῆρος σέλας Trag.Adesp.407, tb. en v. med. Ἥφαιστος ... πρῶτα μὲν ... πῦρ δαίετο, καῖε δὲ νεκρούς Il.21.343
fig. δαῖε δ' ἐν ὀφθαλμοῖς ... πόθον A.R.4.1147.

2 c. ac. de obj. externo, de cosas quemar ξύλα Il.18.347, φιτρούς A.R.3.1209, μῆρα ἐπὶ βωμ[ῶ]ν Orác. en IGR 4.360.32 (Pérgamo II d.C.), βοῦν ... ἐς μέγαρον τετράγυιον ... ῥέξαντες πυρὶ δαίσατ' Orác. en ZPE 1.1967.185.9 (Hierápolis II d.C.), σάρκας IMEG l.c., en v. pas. μηρίων δεδαυμένων Semon.l.c.
part. subst. plu. víctimas ἀμφὶ δὲ δαιομένοις εὐρὺν χορὸν ἐστήσαντο A.R.2.701
de lugares devastar por medio del fuego Φιλίππω ... τὰν χώραν δαίοντος Decr. en D.18.90
medic. cauterizar ἀρχὸν ... δαίων Hp.Haem.2 (var., cf. καίω).
• DMic.: da-wa-no, da-wi.
• Etimología: De *δαϜιω < *d°H2- ‘quemar’; cf. en grado pleno ai. doman ‘incendio’.